- προαπεδείκνυντο
- προαπεδείκνυντο , προαποδείκνυμιproveimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαποδείκνυμι — Α 1. αποδεικνύω ή καταδεικνύω κάτι εκ τών προτέρων («τοιάδε ἀλλήλοις ἀπό τε τῆς στολῆς καὶ τῶν σχημάτων προαπεδείκνυντο», Αππ.) 2. παθ. προαποδείκνυμαι (για άρχοντες) διορίζομαι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek